grekiska-holländska översättning av εργαλείο
- gereedschap
- instrument
- lul
- benodigdheden
- gerei
- hulpmiddelDialoog is daarvoor een essentieel hulpmiddel. Ως εκ τούτου, ο διάλογος παραμένει σημαντικό εργαλείο.
- lid
- mannelijk lid
- penis
- werktuigDe douane is tegenwoordig, zoals in het verslag expliciet wordt gezegd, een multifunctioneel werktuig. Στην πραγματικότητα, τα τελωνεία, όπως αναφέρεται ρητά στην έκθεση, αποτελούν στις μέρες μας ένα πολυλειτουργικό εργαλείο. In de afgelopen decennia heeft de Unie laten zien dat zij een werktuig van ongebreideld liberalisme is. Στο κάτω-κάτω, σε προηγούμενες δεκαετίες, η Ένωση έχει δείξει ότι είναι το εργαλείο του αχαλίνωτου φιλελευθερισμού. Een civiel vredeskorps zou een werktuig kunnen vormen voor een dergelijk preventief actieprogramma. Ένα πολιτικό ειρηνευτικό σώμα θα μπορούσε να αποτελέσει εργαλείο για την εκπόνηση ενός προγράμματος δράσης με στόχο την πρόληψη των συγκρούσεων.
Populära sökningar
De största ordböckerna